γλωττίς

γλωττίς
(-ίδος) η
1) язычок; 2) анат. голосовая щель; 3) муз. мундштук

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γλωττίς" в других словарях:

  • γλωττίς — glottis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδα — γλωττίς glottis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδας — γλωττίς glottis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδες — γλωττίς glottis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδι — γλωττίς glottis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδος — γλωττίς glottis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδων — γλωττίς glottis fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίς — γλωττίς glottis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττίδα — γλωττίς glottis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττίδας — γλωττίς glottis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττίδες — γλωττίς glottis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»